- ἀποφλεγματίσαι
- ἀποφλεγματίζωpurge away phlegmaor inf actἀποφλεγματίσαῑ , ἀποφλεγματίζωpurge away phlegmaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.